παρευρίσκομαι

παρευρίσκομαι
ΝΜΑ, παρευρίσκω Α
νεοελλ.-μσν.
είμαι παρών, παρίσταμαι σε ένα συγκεκριμένο γεγονός
νεοελλ.
(ιδίως σχετικά με συναθροίσεις ή επίσημες εκδηλώσεις) συμμετέχω, παίρνω μέρος, παρακολουθώ («παρευρέθηκε στη διάλεξη)
αρχ.
(το ενεργ.) παρευρίσκω
επινοώ, εφευρίσκω κάτι
2. παθ. παρευρίσκομαι
α) ανακαλύπτομαι κάπου («ἐς οὗ... σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ», Παυσ.)
β) επινοώ, πλάθω («ὡς ἀληθῆ καὶ μὴ παρευρημένα», Φιλόστρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρευρίσκομαι — παρευρίσκομαι, παρευρέθηκα βλ. πίν. 153 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρευρίσκομαι — βλ. παραβρίσκομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπάρειμι — (I) Α 1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ) 2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως 3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», Ξεν.) 4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση… …   Dictionary of Greek

  • άπειμι — (I) ἄπειμι (AM) [ειμί] 1. βρίσκομαι μακριά από κάπου 2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών 3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι 4. (η ευκτ.) ἀπείη ὃ μὴ γένοιτο 5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν) αυτός που απουσιάζει …   Dictionary of Greek

  • αγοράομαι — ἀγοράομαι (και ῶμαι) (Α) 1. παρευρίσκομαι σε συνέλευση, παίρνω μέρος σε συζήτηση 2. μιλώ στη συνέλευση, δημηγορώ 3. συνομιλώ, συνδιαλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά. ΠΑΡ. ἀγορητής, ἀγορητός] …   Dictionary of Greek

  • απουσιάζω — (Α ἀπουσιάζω) 1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω 2. ελλείπω, δεν υπάρχω αρχ. δαπανώ μέρος της περιουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιταφώ — ἐπιταφῶ, έω (Α) επιγρ. παρευρίσκομαι σε κηδεία …   Dictionary of Greek

  • καθευρίσκω — (AM) μσν. μέσ. καθευρίσκομαι παρευρίσκομαι αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.) 2. παθ. καθευρίσκομαι καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρίσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”